-
1 распоряжение
-я ουδ.1. διαταγή• διάταξη• εντολή•правительственное распоряжение κυβερνητική εντολή•
отдать распоряжение δίνω διαταγή•
получить παίρνω διαταγή•
распоряжение о выдаче денег εντολή καταβολής χρημάτων•
по -ю директора κατά διαταγή του διευθυντή.
2. διαχείριση, κουμάντο•распоряжение изяществом διαχείριση της περ ιουσιας•
передать вопрос в распоряжение директора παραπέμπω το ζήτημα στην αρμοδιότητα ή τη δικαιοδοσία του διευθυντή.
εκφρ.в распоряжение кого-чего – στη διάθεση•инженер послан в распоряжение начальника строительства – ο μηχανικός στάλθηκε στη διάθεση του διευθυντή οικοδομών•иметь в -и – έχω στη διάθεση•находиться в -и – είμαι στη διάθεση ή υποταγή.